- ενδέχομαι
- 1. συνήθ. στο γ' εν. ως απρόσ., ενδέχεται είναι δυνατό, πιθανό, ενδεχόμενο, δεν αποκλείεται να συμβεί.2. η μτχ. ενεστ. ως επίθ., ενδεχόμενος, -η, -ο που μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις να συμβεί, πιθανός, πραγματοποιήσιμος: Ενδεχόμενος πόλεμος.3. το ουδ. μτχ. ως ουσ., ενδεχόμενο, α. ό,τι είναι δυνατό να συμβεί, ό,τι δεν αποκλείεται να συμβεί: Για κάθε ενδεχόμενο βάζουμε το συναγερμό στο σπίτι το βράδυ. β. απόλ. (ενν. είναι), η πιθανότητα, ενδέχεται: Ενδεχόμενο να χιονίσει. γ. (φιλοσ.), καθετί που δεν είναι αναγκαστικά ό,τι είναι, αλλά μπορούσε ή να μην υπάρχει ή να υπάρχει αλλιώς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.